- χαλίκι
- τό1) галька; 2) щебень; πλ. гравий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαλίκι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 25 μ.), στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου, του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιτωλικού. * * * το, ΝΜ μικρή πέτρα, κομμάτι από σπασμένη πέτρα, σκύρο (α. «αχνίζουν τα χαλίκια» β. «φόρει καὶ τὸ προσώμιν… … Dictionary of Greek
χαλίκι — το κομματάκι από πέτρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χάλικι — χάλιξ small stone masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαλίκι Αμβρακίας — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.000 μ.), στην πρώην επαρχία Τριχωνίδας, του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στα B της πρώην επαρχίας και στις νότιες πλαγιές του Παναιτωλικού. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (25 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και άλλοι 3… … Dictionary of Greek
ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… … Dictionary of Greek
μαλακτήρες — Στην οικοδομική, είναι μηχανήματα που προορίζονται να αναδεύουν στις κατάλληλες δόσεις συγκολλητικά υλικά με ουδέτερα κοκκώδη υλικά (άμμος, χαλίκι, χοντρό χαλίκι) και νερό, για την παρασκευή μάλτας και σκυροδέματος. Οι μ., είτε σταθεροί είτε… … Dictionary of Greek
αμμοχάλικο — το (Γεωλ.) υλικό που αποτελείται από μίγμα αδρών κλαστικών τεμαχιδίων, διαμέτρου 2,0 χιλιοστομέτρων (χαλίκι) ώς και 0,6 χιλιοστομέτρων (λεπτή άμμος). [ΕΤΥΜΟΛ. < άμμος + χαλίκι] … Dictionary of Greek
κάχληκας — ὁ (ΑΜ κάχληξ, Α και κόχλαξ) στρογγυλό λιθάρι τών παραλίων και τών ποταμών, κροκάλα, χαλίκι, βότσαλο, κοχλάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. ανάγεται σε ονοματοποιία και συνδέεται με το καχλάζω «βουίζω, κοχλάζω». Η λ. εμφανίζει την κατάλ. ηξ … Dictionary of Greek
χάλιξ — ικος, ὁ, ἡ, ΜΑ χαλίκι (α. «χάλικας παραφόρει, πηλὸν ἀπαδὺς ὄργασον», Αριστοφ. β. «ἐστρωμένην χάλιξιν... ὁδόν», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. που εμφανίζει επίθημα ιξ (πρβλ. ελ ιξ, κύλ ιξ). Ο τ. συνδέεται με το λατ. calx, cis… … Dictionary of Greek
χαλικοειδής — ές, Ν όμοιος με χαλίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλίκι + ειδής*. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ] … Dictionary of Greek
χαλικόλιθος — ο, Ν χαλίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλίκι + λίθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Δ. Δάμονα] … Dictionary of Greek